- αρχοντεύω
- αμετ.1) богатеть; становиться барином, дворянином; 2) барствовать; 3) становиться правителем, властелином
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αρχοντεύω — (Μ ἀρχοντεύω) [άρχων] 1. είμαι ή γίνομαι πλούσιος 2. ( ομαι) συμπεριφέρομαι αρχοντικά … Dictionary of Greek
άρχοντας — Το πρόσωπο που ασκούσε την εξουσία στην αρχαία Αθήνα και γενικότερα στην ελληνική αρχαιότητα. Οι ά. παρουσιάζονται στην Αθήνα μετά την κατάργηση της βασιλείας (1091 ή 1088 ή 1068 π.Χ.). Οι αριστοκράτες που ανέλαβαν την εξουσία ανέβασαν στην αρχή… … Dictionary of Greek
αρχοντεία — ἀρχοντεία, η (Μ) [αρχοντεύω] η επικράτεια ή η επαρχία ενός άρχοντα … Dictionary of Greek